- τείνοντας
- τείνωstretchpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
συνεργία — και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής] 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.) 2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού… … Dictionary of Greek
ακμεϊσμός — Ποιητικό κίνημα, που γνώρισε ανάπτυξη στη Ρωσία από το 1913, όταν καθορίστηκε το πρόγραμμά του στο περιοδικό Απόλλων. Το κίνημα αυτό επιδίωκε να αποτελέσει αντίδραση εναντίον του υποτακτικού και άχρωμου τόνου του συμβολισμού τείνοντας προς την… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Κλοντ, Πιοτρ Κάρλοβιτς — (Petr Karlovitch Klodt, 1805 – 1867). Ρώσος γλύπτης. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, όπου το 1838 διορίστηκε καθηγητής. Ο Κ. ήταν επικεφαλής του εργαστηρίου της χύτευσης. Τα γλυπτά του, είτε αφορούσαν… … Dictionary of Greek
Μάντελμπροτ, Μπενουά — (Benoit Mandelbrot, Βαρσοβία 1924 –). Γάλλος μαθηματικός πολωνικής καταγωγής. Ήταν παιδί ακαδημαϊκής οικογένειας η οποία μετανάστευσε στη Γαλλία το 1936. Ο θείο του, ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικών στο Κολέγιο της Γαλλίας, ανέλαβε την… … Dictionary of Greek
Μόντριαν, Πέτερ Κορνέλις — (Peter Cornelis Mondrian ή Mondriaan, Άμερσφορτ 1872 – Νέα Υόρκη 1944). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία 20 ετών παρά τη θέληση του πατέρα του που επιθυμούσε να γίνει δάσκαλος, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ όπου… … Dictionary of Greek
Μπουρμπακί — (Bourbaki). Συλλογικό ψευδώνυμο μιας ομάδας Γάλλων μαθηματικών, παλιών σπουδαστών της Ecole Normale Superieure του Παρισιού, μεταξύ των οποίων οι Καρτάν, Σεβαλιέ, Ντιεντονέ, Ερεσμάν, Βάιλ. Σκοπός των μπουρμπακιστών είναι να δώσουν μια ενιαία… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Τιέπολο, Τζαμπατίστα — (Tiepolo, Βενετία 1696 – Μαδρίτη 1770). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκρεγκόριο Λατζαρίνι, γρήγορα όμως άρχισε να εργάζεται για δικό του λογαριασμό, επηρεαζόμενος περισσότερο από τον Τζαμπατίστα Πιατσέτα και τον Σεμπαστιάνο Ρίτσι … Dictionary of Greek